- πνιγίτις
- -ίτιδος, ἡ, Αφρ. «πνιγῑτις γῆ» — είδος μελανόχρωμου χώματος, ὁμοιου ως προς την ποιότητα με τον αμπελίτη, που ονομάστηκε έτσι γιατί βρίσκεται σε στενούς τόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ- τού πνίγω + επίθημα -ῖτις (πρβλ. στεγ-ίτις)].
Dictionary of Greek. 2013.